02 Μαρτίου 2016

Η Ευρώπη δοκιμάζεται...

Το κυρίαρχο ζήτημα το οποίο απασχολεί σύσσωμη την κοινή γνώμη, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι οι προσφυγικές ροές λόγω της εμπόλεμης κατάστασης που επικρατεί στη Συρία. Ο αγώνας για επιβίωση οδήγησε τους ανθρώπους αυτούς στο δρόμο της προσφυγιάς, όπου μέσω της Τουρκίας και των υδάτινων συνόρων με την Ελλάδα, κατέληξαν στη χώρα μας, με στοχοθεσία την εγκατάστασή τους σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης.
Η γειτονική χώρα της Τουρκίας, από την πρώτη στιγμή που παρατηρήθηκε η συσσώρευση προσφυγικού πληθυσμού στα νοτιοανατολικά της σύνορα, μοναδικό της μέλημα ήταν η σταδιακή απέλαση όλων των προσφύγων και μεταναστών, εκμεταλλευόμενη τους μεγάλους αριθμούς και το δίκτυα διακίνησης από τα οποία κερδίζουν καθημερινά οι διακινητές, αδιαφορώντας για τις ανθρώπινες ζωές που θέτουν σε κίνδυνο, δίχως μάλιστα να εμπλέκεται ουσιαστικά το ίδιο το κράτος. Η συγκεκριμένη στάση σίγουρα δεν αποτελεί έκπληξη για μία Τουρκία του Ερντογάν η οποία έχει φυλακίσει χιλιάδες φοιτητές για το «έγκλημα» της ελευθερίας του λόγου και έχει συλλάβει εκατοντάδες δημοσιογράφους για την «απαράδεκτη» συνεισφορά τους στην ελευθερία της ενημέρωσης. Παράλληλα, όμως, φροντίζει να αξιοποιεί τις ευκαιρίες που τις δίνονται, εκβιάζοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποκομίζοντας τεράστια κονδύλια τα οποία και θεωρητικά θα αξιοποιήσει για τις υποδομές υποδοχής και περίθαλψης προσφύγων. Η διαχείριση του προβλήματος, λοιπόν, μετακυλίεται στην Ελλάδα και κατ’επέκταση στην Ευρώπη. Λάθη επί λαθών έχουν οδηγήσει στο σημερινό σημείο μηδέν, με την απόφαση των Σκοπίων και της Αλβανίας να κλείσουν τα σύνορά τους με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η συσσώρευση μεγάλου αριθμού προσφύγων και μεταναστών στις συνοριακές γραμμές αλλά και σε ολόκληρη τη χώρα.
Στο θέμα της αντιμετώπισης της προσφυγικής κρίσης οι ευθύνες βαραίνουν τόσο την Ελλάδα όσο και την Ευρώπη συνολικά.
Πιο συγκεκριμένα, η σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με τα αλλεπάλληλα και αδικαιολόγητα σφάλματα τακτικής στην αντιμετώπιση του ζητήματος του προσφυγικού δηλώνει ευθαρσώς την ελλιπή βούληση της στο να αντιληφθεί την κρισιμότητα της κατάστασης και τις επακόλουθες συνέπειες τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αντίθετα αναλώνεται από την πρώτη μέρα ανάληψης των καθηκόντων της σε ανούσια τεχνάσματα στο πλαίσιο μίας ερασιτεχνικής εξωτερικής πολιτικής. Η χαρακτηριστική καθυστέρηση στην ανάληψη πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση του προβλήματος σε εθνικό επίπεδο, όπως η κατασκευή των προσωρινών κέντρων φιλοξενίας, μια διαδικασία που στα χαρτιά δρομολογείται ήδη από το 2013, υποδηλώνει την ανικανότητα της παρούσας κυβέρνησης να διαχειριστεί την κατάσταση. Ακόμα χειρότερα, η απουσία στοχευμένου και ουσιαστικού ελέγχου των θαλάσσιων συνόρων με την Τουρκία με γνώμονα την ανθρώπινη ζωή, οδήγησε σε ανεξέλεγκτα προσφυγικά ρεύματα που, σε συνδυασμό με την απουσία υποδομών σε πρώτο στάδιο και με τις ανεπαρκείς διπλωματικές κινήσεις, οδήγησαν στην πλήρη αναξιοπιστία της χώρας μας σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, αλλά και τον εγκλωβισμό χιλιάδων προσφύγων εντός της ελληνικής επικράτειας. Επιπλέον, η πρόσφατη εξέλιξη με την εμπλοκή του ΝΑΤΟ, αν και φαινομενικά μπορεί να αποτελέσει μία πρόσκαιρη λύση, υποδηλώνει την αδυναμία της χώρας να διατηρήσει την εθνική της κυριαρχία, η οποία και απειλείται με τη σταδιακή δημιουργία αστάθειας στην περιοχή του ανατολικού Αιγαίου, με τις ευθύνες να βαραίνουν αποκλειστικά τη σημερινή συγκυβέρνηση.
Ωστόσο, η κρισιμότητα του ζητήματος αφορά συνολικά την ευρωπαϊκή κοινότητα και για αυτό το λόγο η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει να βρίσκεται μόνη της αντιμέτωπη με την επίλυσή του. Η υποτίμηση της σπουδαιότητας του προσφυγικού από μέρους και της Ευρώπης στο αρχικό ξέσπασμά του, είχε ως αποτέλεσμα τη σημερινή διεύρυνση και κατάληξη του σε πρόβλημα ενότητας της Ευρώπης. Αυτό γίνεται εμφανές αφενός από την αδυναμία ελέγχου τήρησης των συμφωνηθέντων στο εσωτερικό της Ένωσης, όπως η διακίνηση των προσφυγικών ροών σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Aφετέρου γίνεται ξεκάθαρο από την πρωτοβουλία κάποιων χωρών για εφαρμογή μονομερών ενεργειών και κινήσεων που δυσχεραίνουν το έργο των υπόλοιπων χωρών και κυρίως της Ελλάδας, με αποκορύφωμα την πρόσφατη σύνοδο της Βιέννης, όπου η Αυστρία έκλεισε τα σύνορά της, συμπαρασύροντας κι άλλες χώρες εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανικανότητα φύλαξης των εξωτερικών ευρωπαϊκών συνόρων, ένα ακόμη σημάδι αδυναμίας της Ευρώπης, την οδήγησε σε σπασμωδικές και κακές διπλωματικές κινήσεις με την Τουρκία, η οποία εκμεταλλευόμενη την ολιγωρία της Ένωσης εισέπραξε κονδύλια ύψους τριών δις ευρώ ως στήριξη για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης, μια κίνηση που αποδείχθηκε άστοχη και άκαρπη μαζί με την υπόλοιπη συνολική διαχείριση των προσφυγικών ροών.
Είναι γεγονός, λοιπόν, πως η Ευρώπη αδυνατεί να αντιμετωπίσει την προσφυγική κρίση στο σύνολό της, ως επέκταση της ευρύτερης αδυναμίας της να ανταπεξέλθει στις κρίσεις που παρουσιάζονται και απειλούν όχι μόνο το όραμα της ενωμένης Ευρώπης αλλά και τον όποιον ανθρωπιστικό χαρακτήρα της έχει απομείνει.
Ποιό είναι, όμως, το όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση γεννήθηκε ως μια ιδέα στα μυαλά διορατικών ηγετών αλλά και στη ευρύτερη συλλογική συνείδηση των λαών της στο πλαίσιο μιας ηπείρου η οποία προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της από τον ισοπεδωτικό Β’Παγκόσμιο Πόλεμο και ταυτόχρονα να θέσει τις βάσεις για μια πορεία προόδου και ευημερίας. Από την πρώτη στιγμή προσπάθειας αναδημιουργίας της Ευρωπαϊκής Οικογένειας έγινε σαφής η στοχοθεσία ειρηνικής διαβίωσης των λαών της μέσα από την κοινή διαχείριση των πόρων που διαδραμάτισαν ζωτικό ρόλο στους παγκόσμιους πολέμους, αλλά και η στοχοθεσία οικονομικής και συνεπώς κοινωνικής ανέλιξης μέσα από την άρση εμπορικών φραγμών και τη δημιουργία κοινής αγοράς. Παράλληλα, η ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης καλλιεργήθηκε στις συνειδήσεις κρατών και λαών αποδίδοντας ανθρωπιστικά ιδεώδη και δημοκρατικές αξίες στην κατεύθυνση ενοποίησης τόσο σε οικονομικό επίπεδο, όσο και σε κοινωνικό και ανθρωπιστικό. Το όραμα αυτό πήρε σάρκα και οστά με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου όλα τα κράτη μέλη έδωσαν την δική τους πνοή, προσδίδοντας μέρος της λαϊκής και εθνικής τους κυριαρχίας. Η επίτευξη νομισματικής ένωσης των κρατών, η ένωση σε τελωνειακό επίπεδο αλλά φυσικά και σε επίπεδο αγοράς πλαισιώθηκαν από τη δημιουργία της ένωσης σε πολιτικό επίπεδο, μέσω της οποίας υλοποιείται η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Το τεράστιο επίτευγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την διατήρηση της ειρήνης και τελικά της συνεργασία των χωρών της μετουσιώθηκε σε πραγματική κοινωνική ανέλιξη και ευημερία, αυξάνοντας το βιοτικό επίπεδο του συνόλου των Ευρωπαίων πολιτών, εισάγοντας ανθρωπιστικά χαρακτηριστικά στην λειτουργία του ευρωπαϊκού μηχανισμού στη βάση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του σεβασμού προς το περιβάλλον.
Δυστυχώς, οι πολλαπλές κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας ξεγύμνωσαν την πολιτική ηγεσία της Ευρώπης, μαρτυρώντας από τη μία τη νωπή σύσταση της Ένωσης σε πολιτικό επίπεδο και από την άλλη την αδυναμία της να αντιμετωπίσει σύσσωμη τις κρίσεις που παρουσιάζονται. Οι ευθύνες βαραίνουν την ηγεσία της η οποία έχασε τον προσανατολισμό της, αναδεικνύοντας ως αυτοσκοπό την οικονομική ένωση και όχι την ένωση σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, γεγονός που αποτυπώνεται στην γρήγορη και εύκολη ένταξη χωρών στην Ευρωπαϊκή Οικογένεια, οι οποίες ενδεχομένως να μην ήταν έτοιμες να αποτελέσουν μέρος της αλλά και να υιοθετήσουν τα ιδανικά και τις αξίες της. Στο βωμό, λοιπόν, της καλπάζουσας οικονομίας της και με φόντο το ισχυρό της νόμισμα, θυσίασε τη σταθερότητα και το όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, περιθωριοποιώντας τα πολιτικά της χαρακτηριστικά. Με τον τρόπο αυτό και παράλληλα με τις ολιγωρίες της τόσο στο ζήτημα της οικονομικής κρίσης, όσο και αυτό της προσφυγικής κρίσης, έδωσε πατήματα σε κάθε αμφισβητία λαοπλάνο ηγέτη να ανελιχθεί πολιτικά εντός της Ευρώπης, αλλά έδωσε επίσης και δικαιώματα στους λαούς να αμφισβητήσουν την ίδια την ύπαρξη της. Το επακόλουθο της γέννησης του ευρωσπεπτικισμού, μια ιδεολογία αμφιβολίας ή αντίθεσης προς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, επισκίασε ακόμα περαιτέρω το μέλλον της Ένωσης, δημιουργώντας ένα επιπλέον βαρίδι στην ελλειπή πολιτική βούληση των ηγετών της και την αδυναμία τους να εμπνεύσουν και να εμφυσήσουν το όραμα της Ενωμένης Ευρώπης.
Οι συνέπειες του ασταθούς πολιτικού σκηνικού κορυφώνονται με το πιθανό σενάριο εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την Ένωση, με το οποίο καθίσταται σαφής ο αποκλειστικά οικονομικής φύσεως χαρακτήρας της Ευρώπης, όπου οι χώρες έκδηλα εκβιάζουν την ηγεσία της ώστε να αποκτήσουν επιπλέον προνόμια εις βάρος των υπολοίπων. Η κατάρρευση της ισοτιμίας των μελών εντός της Ένωσης αποτελεί μία ακόμα πληγή στο όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όπου για να παραμείνει ζωντανό απαιτείται ισχυρή πολιτική βούληση στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των κρίσεων που βιώνει.
Ανάγκη για από κοινού δράση, ανάγκη για περισσότερο «Ευρώπη»
Πιο συγκεκριμένα, λοιπόν, στο αδιέξοδο της προσφυγικής κρίσης, η Ευρώπη υποχρεούται να απαντήσει επιτυγχάνοντας, καταρχάς, τη σύμπνοια των χωρών της σε μία ανθρωπιστική κατεύθυνση που θα διασφαλίζει τη συνεργασία τους. Επιπλέον, επιδιώκοντας την ισχυροποίηση της σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής καλείται να υποχρεώσει την Τουρκία, η οποία εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο τα δικά της συμφέροντα, να συνεργαστεί, προσλαμβάνοντας κονδύλια τα οποία και θα μετουσιώσει σε υποδομές για την υποδοχή και περίθαλψη προσφύγων, υπό τον έλεγχο και την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπρόσθετα, καλείται να ελέγξει τα εξωτερικά της σύνορα με τη συνεργασία των χωρών της, ώστε αφενός να υπάρχει επίγνωση και μεγαλύτερη ασφάλεια κατά την εισροή προσφύγων και μεταναστών, αποφεύγοντας τους εκατοντάδες θανάτους που επισκιάζουν την ίδια της την ύπαρξη, αλλά και αφετέρου να αποφεύγονται κινήσεις υψηλού ρίσκου όπως η ανάμειξη του ΝΑΤΟ. Έπειτα, οι κατευθύνσεις πρέπει να εστιάζουν στην ισοβαρή κατανομή των προσφύγων με ποσοστώσεις οι οποίες και θα προσδιορίζονται από την έκταση, τον πληθυσμό και την οικονομική κατάσταση της εκάστοτε χώρας, ενώ παράλληλα θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η χρηματοδότηση των χωρών υποδοχής και ενδιάμεσων σταθμών των προσφυγικών ροών.
Το σημερινό οριακό σημείο, όπου η Ευρώπη δοκιμάζεται συνολικά, απαιτεί από τους λαούς της Ευρώπης να απεμπολήσουν κάθε ίχνος εσωστρέφειας ιδιαίτερα όσον αφορά το προσφυγικό ζήτημα. Είναι ανάγκη να επιδοκιμάσουν φιλοευρωπαϊκές ηγεσίες, και αυτές, από τη δική τους πλευρά, να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις κρίσεις που βιώνει η Ένωση, τόσο σε επίπεδο οικονομίας, όσο και σε επίπεδο προσφύγων, εισάγοντας ανθρωπιστικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, με σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή και στα ανθρώπινα δικαιώματα. Μόνο σε μία τέτοια κατεύθυνση θα μπορέσει εκ νέου η ηγεσία της Ευρώπης να κερδίσει την εμπιστοσύνη του συνόλου των πολιτών της και να δημιουργήσει στις συνειδήσεις των λαών και πάλι την ιδέα μιας Ενωμένης Ευρώπης.
Απέναντι σε συμφέροντα παγκοσμίου βεληνεκούς που θέλουν τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ανάπτυξη μίσους και ανταγωνισμού μεταξύ των χωρών της, απέναντι στην τρομοκρατία που σπέρνει τον φόβο και καλλιεργεί την εσωστρέφεια, απέναντι σε όσες εγχώριες δυνάμεις επιθυμούν την περιχαράκωση της Ελλάδας αλλά και της κάθε χώρας ξεχωριστά, η Ευρώπη πρέπει να δώσει απαντήσεις και να αποτελέσει και πάλι μία Ευρωπαϊκή Οικογένεια, νησίδα ειρήνης και ευημερίας, ένα παράδειγμα συνεργασίας κρατών και λαών για ολόκληρο τον κόσμο.

ΠΑΣΠ ΕΜΠ